- αυτοκτίστης
- αὐτοκτίστης, ο (Α)ο ίδιος ο κτίστης, ο δημιουργός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοκτίσται — αὐτοκτίστης itself the creator masc nom/voc pl αὐτοκτίστᾱͅ , αὐτοκτίστης itself the creator masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκτίστη — αὐτοκτίστης itself the creator masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)